- δωδεκαστάδιος
- δωδεκαστάδιος, -ον (Α)αυτός που έχει μήκος δώδεκα σταδίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκαστάδιον — δωδεκαστάδιος twelve stades long masc/fem acc sg δωδεκαστάδιος twelve stades long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)